νυφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύφη, αλλ. νυφιάτικος: Νυφικό φόρεμα. 2. αυτός που ανήκει στους νιόπαντρους: Νυφικό κρεβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νυμφείος — νυμφεῑος, εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α) 1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα α) γαμήλια τελετή,… … Dictionary of Greek
παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
επινυμφίδιος — ἐπινυμφίδιος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για νύφη, νυφικός, νυφιάτικος … Dictionary of Greek
επινύμφειος — ἐπινύμφειος, ον θηλ. και ἐπινυμφείη (Α) νυφικός, γαμήλιος («οὔτ’ ἐπινύμφειός πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.) … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
καλύβα — Μικρό μονώροφο αγροτικό σπίτι που αποτελείται από ένα δωμάτιο, σκεπασμένο συνήθως από χόρτα και κλαδιά. Κ. λέγονται και τα πρόχειρα, κατασκευασμένα με κλαδιά και σανίδες ή καλάμια εξοχικά παραπήγματα. Στο Άγιον Όρος κ. ονομάζεται κάθε μικρή… … Dictionary of Greek
κουρίδιος — κουρίδιος, ία και ίη, ον (Α) 1. συνδεδεμένος με γάμο, νόμιμος σύζυγος (α. «κουρίδιον ποθέουσα πόσιν», Ομ. Ιλ. β. «γαμέουσι δ ἕκαστος αὐτῶν πολλὰς μὲν κουριδίας γυναῑκας», Ηρόδ.) 2. συζυγικός («νωΐτερον λέχος αὐτῶν κουρίδιον», Ομ. Ιλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… … Dictionary of Greek